- αλαφοκυνηγάρης
- και λαφοκυνηγάρης, ο κυνηγός ελαφιών και γενικά αγριμιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλάφι + κυνηγάρης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλάφι — και λάφι, το το ελάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λ. ελάφι Ο μεν τ. αλάφι με προληπτική αφομοίωση τού ε σε α, ο δε τ. λάφι με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφάκι, αλαφιάζω, αλαφίνα, αλαφόπουλο. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλαφοκέρατο, αλαφοκυνηγάρης.… … Dictionary of Greek